ευαισθητοποιός

ευαισθητοποιός
ός , όν
1) физиол, повышающий чувствительность (кожи, нервов и т. п.); 2) мед. сенсибилизирующий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ευαισθητοποιός" в других словарях:

  • ευαισθητοποιός — ό 1. αυτός που καθιστά κάτι ευαίσθητο 2. ιατρ. α) αυτός που προκαλεί ευαισθητοποίηση β) «ευαισθητοποιός ουσία» ουσία την οποία παράγουν τα κύτταρα τού οργανισμού όταν αντιδρούν στην επίδραση τών μικροβίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευαίσθητος + ποιός (<… …   Dictionary of Greek

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • ευαισθητοποιία — η [ευαισθητοποιός] ιατρ. βλ. ευαισθητοποίηση …   Dictionary of Greek

  • ευαισθητοποιητικός — ή, ό [ευαισθητοποίηση] ιατρ. αυτός που προκαλεί ευαισθητοποίηση, ο ευαισθητοποιός …   Dictionary of Greek

  • ευαισθητοποιώ — έω [ευαισθητοποιός] (για την ευαισθητοποιό ουσία) καθιστώ κάτι ευαίσθητο …   Dictionary of Greek

  • στερεωτής — ο, ΝΑ [στερεῶ, ώνω] αυτός που στερεώνει κάτι νεοελλ. 1. (μικρβλ.) η ευαισθητοποιός ουσία 2. (φωτογρ.) χημική ουσία που χρησιμοποιείται για την στερέωση τών φωτογραφιών …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»